Συγγραφείς: Κωνσταντίνος Γρίβας, Ελευθερία Μαντζώρου, Μουχιντίν Ραουάν
«Κανείς δεν μας απαγορεύει να σκεφθούμε ότι τα συμφέροντα της φαρμακοβιομηχανίας επικράτησαν επί των συμφερόντων των πολιτών. Πώς εξηγείται πράγματι το γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να προσδιορίσουμε ειδική μεθοδολογία για τις κλινικές δοκιμές των ομοιοπαθητικών φαρμάκων τη στιγμή που η συμβατική μεθοδολογία αναγνωρίζεται ως ακατάλληλη; Πώς να εξηγήσουμε επιπλέον το γεγονός ότι ο Κανονισμός 2309/93 που ιδρύει τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την αποτίμηση των φαρμάκων δεν περιλαμβάνει τα ομοιοπαθητικά φάρμακα, τα ανθρωποσοφικά ή φυτοθεραπευτικά στις αποκεντρωμένες διαδικασίες έγκρισης;» Έκθεση Α4-0075/97 της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 6 Μαρτίου 1997, σελ. 12. Το συγκεκριμένο θέμα έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονων συζητήσεων και διενέξεων, ειδικά στον χώρο της μη συμβατικής θεραπείας (εναλλακτικής ή συμπληρωματικής) στην Ευρώπη. Εξαιτίας των συνθηκών είναι δύσκολο να εξετασθεί με αντικειμενικότητα. Το θέμα είναι επίσης αρκετά πολύπλοκο και δύσκολο να διερευνηθεί, πόσο μάλλον να παρουσιαστεί διεξοδικά στο πλαίσιο ενός και μόνο άρθρου. Στη λήψη των σχετικών νομοθετικών αποφάσεων έπαιξαν ρόλο μέχρι στιγμής διάφοροι σημαντικοί παράγοντες, κυρίως όμως πολιτικοί (κυβερνήσεις μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, ΗΠΑ, Καναδά κλπ.), οικονομικοί (φαρμακευτικές εταιρείες, εταιρείες εμπορίας τροφίμων κλπ.) και κοινωνικοί (μεγάλο ποσοστό των ευρωπαίων πολιτών χρησιμοποιεί φυτικά παρασκευάσματα). Το γεγονός αυτό συνεπάγεται αυτόματα ότι σημαντικό μέρος των διαπραγματεύσεων είναι και θα παραμείνει άγνωστο στο ευρύ κοινό. Παρόλα αυτά θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κάποιες χώρες που συμμετείχαν ιδιαίτερα ενεργά στον σχηματισμό του νομοθετικού πλαισίου έχουν ανεπτυγμένα δίκτυα μη συμβατικών μεθόδων θεραπείας, που φυσικά έχουν δραστηριοποιηθεί ενάντια στις διαδικασίες αυτές ήδη από τις απαρχές τους. Στην Ελλάδα τόσο η συμμετοχή της κυβέρνησης, όσο και η αντίδραση των εναλλακτικών ή μη θεραπευτών, είναι ελάχιστες. Ο ρόλος των βοτάνων Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η σύγχρονη φαρμακογνωσία επικεντρώνεται στη χημεία των φυσικών ή συνθετικών προϊόντων, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στη μελέτη των φαρμακολογικά δραστικών ουσιών. Φυσικά, στη φαρμακευτική βιομηχανία τα βότανα αποτελούν σημαντικές πρώτες ύλες για την απομόνωση των φαρμακολογικά δραστικών ουσιών, που στη συνέχεια τυποποιούνται σε σκευάσματα και διατίθενται προς πώληση. Πολλά από τα σπουδαιότερα και ευρέως χρησιμοποιούμενα φάρμακα είναι προϊόντα φυσικής προέλευσης, για αρκετά από τα οποία μάλιστα δεν υπάρχουν συνθετικά υποκατάστατα (π.χ. οι καρδιακοί γλυκοζίτες). Υπολογίζεται ότι το 40% των σημερινών φαρμακευτικών σκευασμάτων είναι φυσικά προϊόντα ή προέρχονται από αυτά (Samuelsson, 1996). Η πραγματική σημασία που προσδίδουν οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες στις παραδοσιακές μεθόδους θεραπείας είναι έκδηλη από τα κεφάλαια που επενδύονται ετησίως σε εθνοφαρμακολογικές έρευνες πεδίου. Τρόφιμα ή Φάρμακα; Η περίφημη Επιτροπή του Codex Alimentarius[1] («Κώδικας Τροφίμων») θεωρείται από πολλούς σχολιαστές των πρόσφατων εξελίξεων ως η απαρχή σημαντικών θεσμικών αλλαγών σχετικά με την κυκλοφορία ή εμπορία βοτάνων. Η άποψη αυτή είναι μερικώς μόνο σωστή αφού, τουλάχιστον αρχικά η επιτροπή αυτή ασχολούνταν αποκλειστικά με προϊόντα που κατατάσσονται στα τρόφιμα. Κατά τα προηγούμενα χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία των προϊόντων βοτανοθεραπείας κατατάσσονταν στα συμπληρώματα διατροφής, για τα οποία δεν απαιτούνταν λεπτομερή στοιχεία ποιότητας και ασφάλειας. Τα συμπληρώματα διατροφής υπάγονται στη δικαιοδοσία μιας από τις έξι Επιτροπές Γενικών Θεμάτων (General Subject Codex Committees), που ασχολείται με τα θέματα διατροφής και ειδικών διαιτητικών χρήσεων (Committee on Nutrition and Foods for Special Dietary Uses). Προφανώς οι συνταγές βοτανοθεραπείας έχουν διπλό χαρακτήρα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε σαν συμπληρώματα διατροφής, είτε σαν θεραπευτικές συνταγές, όπως συμβαίνει επίσης με τις βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία. Η βασική ισχύουσα νομοθεσία περί συμπληρωμάτων διατροφής διατυπώθηκε στην Οδηγία 2002/46/ΕΚ (EE L 183 της 12.7.2002, σ. 51) και τις τροποποιήσεις της[2], καθώς και τον Κανονισμό 178/2002/ΕΚ (EE L 31 της 1.2.2002, σ. 1) και τις τροποποιήσεις του[3]. Η πρώτη οδηγία καθορίζει ως «συμπληρώματα διατροφής, τα τρόφιμα με σκοπό τη συμπλήρωση της συνήθους δίαιτας, τα οποία αποτελούν συμπυκνωμένες πηγές θρεπτικών συστατικών ή άλλων ουσιών με θρεπτικές ή φυσιολογικές επιδράσεις, μεμονωμένων ή σε συνδυασμό, και τα οποία διατίθενται στο εμπόριο σε δοσιμετρικές μορφές, ήτοι μορφές παρουσίασης όπως, κάψουλες, παστίλιες, δισκία, χάπια και άλλες παρόμοιες μορφές, καθώς και φακελάκια σκόνης, φύσιγγες υγρού προϊόντος, φιαλίδια με σταγονόμετρο, και άλλες παρόμοιες μορφές υγρών και κόνεων που προορίζονται να ληφθούν σε προμετρημένες μικρές μοναδιαίες ποσότητες» (Άρθρο 2α). Ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 καθορίζει επίσης ως «τρόφιμα (ή «είδη διατροφής») τις ουσίες ή προϊόντα, είτε αυτά έχουν υποστεί πλήρη ή μερική επεξεργασία είτε όχι, τα οποία προορίζονται για βρώση από τον άνθρωπο ή αναμένεται ευλόγως ότι θα χρησιμεύσουν για τον σκοπό αυτόν. Στα «τρόφιμα» περιλαμβάνονται ποτά, τσίχλες και οποιαδήποτε ουσία, περιλαμβανομένου του νερού, η οποία ενσωματώνεται σκόπιμα στα τρόφιμα στη διάρκεια της παραγωγής, της παρασκευής ή της επεξεργασίας τους» (Άρθρο 2). Οι ορισμοί αυτοί ισχύουν ακόμα και έτσι τίθενται ορισμένα εύλογα ερωτήματα σχετικά με την κατηγορία στην οποία θα πρέπει να ανήκουν πολλές από τις τροφές. Π.χ., το ραδίκι (Cichorium intybus L.) αποτελεί ένα από τα γνωστότερα χόρτα που πωλούνται στις λαϊκές αγορές σε όλη την Ελλάδα. Παράλληλα τα αποξηραμένα φύλλα του χρησιμοποιούνται στην παρασκευή εξαιρετικού αφεψήματος για παθήσεις του ήπατος[4]. Παρόμοια παραδείγματα υπάρχουν σε πολλές παραδοσιακές ιατρικές, όπως η χρήση του αποξηραμένου ginseng (ren shen, Panax ginseng C.A. Meyer) σαν βασικό συστατικό αλκοολούχων ποτών στην Κίνα ή η συνήθης χρήση της αποξηραμένης ρίζας dang sheng [Codonopsis pilosula (Franch.) Nannf.] στην κινεζική κουζίνα. Πώς είναι δυνατ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aldridge, M. 2009. Strategies for the Protection of TCM in Europe. Alliance for Natural Health International. Aschoff, J. C. & T. Y. Tashigang. 2001. Tibetan Precious Pills: A Tantric Healing System. Ulm, Donau. Codex Alimentarius: http://www.codexalimentarius.net/web/index_en.jsp Cheng, Y. & M. Chen. 2003. An Approach to Comparative Analysis of Chromatographic Fingerprints for Assuring the Quality of Botanical Drugs. Journal of Chemical Information and Computer Sciences 43(3), pp 1068-1076. Committee on Herbal Medicinal Products (HMPC). 2010. Overview of assessment work - Priority list (status November 2010), δημοσιευμένο στις 10 Δεκεμβρίου 2010. Davis, E. W. 1983a. The Ethnobiology of the Haitian Zombi. Journal of Ethnopharmacology 9(1), pp. 85-104. Davis, E. W. 1983b. Preparation of the Haitian Zombi Poison. Harvard University, Botanical Museum Leaflets 29(2), pp. 139-149. Davis, E. W. 1985. The Serpent and the Rainbow. Simon & Schuster, New York. Davis, E. W. 1988. Passage of Darkness. The Ethnobiology of the Haitian Zombie. The University of North Carolina Press, Chapel Hill & London. Drabaek, H., J. Mehlsen, H. Himmelstrup & K. Winther. 1993. A botanical compound – PADMA 28 – increases walking distance in stable intermittent claudication. Angiology 44, pp. 863-967. EFSA. 2009. Guidance on Safety assessment of botanicals and botanical preparations intended for use as ingredients in food supplements. EFSA Journal 7(9), pp. 1249-1274. Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών. 1997. Έκθεση σχετικά με το καθεστώς της μη συμβατικής ιατρικής. 6 Μαρτίου 1997, Α4-0075/97, doc_el\rr\322\322066. Fairbairn, J. W. 1980. Perspectives in research on the active principles of traditional herbal medicine. A botanical approach: identification and supply of herbs. Journal of Ethnopharmacology 2, pp. 99-104. Gadgoli, C. & S. H. Mishara. 1995. Preliminary screening of Achillea millefolium, Cichorium intybus and Capparis spinosa for anti-hepatotoxic activity. Fitoterapia 66, pp. 319-323. Gadgoli, C. & S. H. Mishara. 1997. Anti-hepatotoxic activity of Cichorium intybus. Journal of Ethnopharmacology 58, pp. 131-134. Griggs, B. 1997. New Green Pharmacy. Vermilion, London. Lu, Y.-J., X.-F. Xia & S.-F. Sui. 2001. The interaction of trichosanthin with supported phospholipid membranes studied by surface plasmon resonance. Biochimica et Biophysica Acta 1512(2), pp. 308-316. MHRA. 2007. A guide to what is a medicinal product. Medicines and Healthcare products Regulatory Agency, MHRA Guidance Note No. 8, Revised June 2007. Peschel, W. 2007. The Traditional Herbal Medicine Directive within the European regulatory framework for Herbal Products. Boletin Latinoamericanico y del Caribe de Plantas Medicinales y Aromaticas 6 (4), pp. 102-111. Samuelsson, G. 1996. Φαρμακευτικά προϊόντα φυσικής προέλευσης. Εγχειρίδιον Φαρμακογνωσίας. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο. Schwabl, H. 1999. Quality control and clinical research: two key points for the use of Tibetan medicine in the West. In J. Aschoff & I. Roesing, Tibetan Medicine, East meets West – West meets East, Fabri Verlag, Ulm. Secretary of State for Health. 2011. Enabling Excellence: Autonomy and Accountability for Healthcare Workers, Social Workers and Social Care Workers. Professional Standards Division, Department of Health, February 2011. Smulski, H. & J. Wojcicki. 1994. Placebo controlled double-blind study to investigate the efficacy of the Tibetan plant preparation PADMA 28 in the treatment of intermittent claudication. Forschende Komplementaermedizin 1, pp. 18-26. Verkerk, R. 2009. Why the European Union’s Traditional Herbal Medicinal Products registration scheme is not fit for purpose. Alliance for Natural Health.
0 Comments
Your comment will be posted after it is approved.
Leave a Reply. |
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Translate this blog
ΑρχεΙο άρθρων
January 2024
English Blog |